- ἀπέρριψας
- ἀπέρρῑψας , ἀπορρίπτωthrow awayaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπερρίψας — ἀπερρί̱ψᾱς , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)